Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingiuriàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤuˈrjare]

1 λοιδορώ
2 σιχτιρίζω
3 εξυβρίζω
4 υβρίζω
5 φέρομαι υβριστικά
6 προσβάλλω
7 καθυβρίζω
8 βρίζω

ingiuriarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʤuˈrjarsi]

Αλληλοβρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingiuria ingiurioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingiudicato (επίθ.)
ingiungere (ρ. μτβ.)
ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)
ingiustizia (θηλ.ουσ)
ingiusto (ουσ αρσ )
ingiusto (επίθ.)
inglese (ουσ αρσ και θηλ.)
inglese (επίθ.)
inglesismo (ουσ αρσ )
inglobare (ρ. μτβ.)
inglorioso (επίθ.)
ingluvie (θηλ.ουσ)
ingobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---