Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinglése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inˈglese], [inˈgleze] 1 (persona) ο Άγγλος, ο Εγγλέζος 2 (lingua) τα αγγλικά inglése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈglese], [inˈgleze] αγγλικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |