Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inglése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈglese], [inˈgleze]

1 (persona) ο Άγγλος, ο Εγγλέζος
2 (lingua) τα αγγλικά

inglése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈglese], [inˈgleze]

αγγλικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingiusto inglesismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)
ingiustizia (θηλ.ουσ)
ingiusto (ουσ αρσ )
ingiusto (επίθ.)
inglese (ουσ αρσ και θηλ.)
inglese (επίθ.)
inglesismo (ουσ αρσ )
inglobare (ρ. μτβ.)
inglorioso (επίθ.)
ingluvie (θηλ.ουσ)
ingobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoffire (ρ.αμτβ.)
ingoffire (ρ. μτβ.)
ingoffirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoiare (ρ. μτβ.)
ingolfamento (ουσ αρσ )
ingolfare (ρ. μτβ.)
ingolfarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---