Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingolfàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingolˈfare]

1 μπήγω
2 χώνω
3 πνίγω

ingolfàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingolˈfarsi]

μπουκώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingolfamento ingollare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingoffire (ρ.αμτβ.)
ingoffire (ρ. μτβ.)
ingoffirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoiare (ρ. μτβ.)
ingolfamento (ουσ αρσ )
ingolfare (ρ. μτβ.)
ingolfarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingollare (ρ. μτβ.)
ingolosire (ρ.αμτβ.)
ingolosire (ρ. μτβ.)
ingolosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingombrante (επίθ.)
ingombrare (ρ. μτβ.)
ingombro (ουσ αρσ )
ingombro (επίθ.)
ingommare (ρ. μτβ.)
ingommatura (θηλ.ουσ)
ingordigia (θηλ.ουσ)
ingordo (ουσ αρσ )
ingordo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---