Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingordìgia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ingorˈdiʤa] 1 λαιμαργία 2 απληστία 3 αδηφαγία 4 πλεονεξία 5 αχορτασιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |