Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingómbro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈgombro]

1 εμπόδιο
2 παρεμπόδιση
3 επιβάρυνση

ingómbro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈgombro]

Εμποδισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingombrare ingommare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingolosire (ρ.αμτβ.)
ingolosire (ρ. μτβ.)
ingolosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingombrante (επίθ.)
ingombrare (ρ. μτβ.)
ingombro (ουσ αρσ )
ingombro (επίθ.)
ingommare (ρ. μτβ.)
ingommatura (θηλ.ουσ)
ingordigia (θηλ.ουσ)
ingordo (ουσ αρσ )
ingordo (επίθ.)
ingorgare (ρ. μτβ.)
ingorgarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingorgo (ουσ αρσ )
ingovernabile (επίθ.)
ingozzare (ρ. μτβ.)
ingracilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingracilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingranaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---