Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingómbro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈgombro] 1 εμπόδιο 2 παρεμπόδιση 3 επιβάρυνση ingómbro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈgombro] Εμποδισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |