Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingórdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈgordo] ο αχόρταγος (-η) ingórdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈgordo] αχόρταγος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |