Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingommatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ingommaˈtura] 1 κόλλημα 2 στρώμα ελαστικού 3 στρώμα από κόμμι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |