Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingranaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ingranaˈmento] 1 εμπλοκή (μηχανής) 2 γραναζωτή μετάδοση 3 τοποθέτηση γραναζιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |