Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingranditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ingrandiˈtore]

Μεγεθυντήρας

ingranditóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ingrandiˈtore]

Μεγεθυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingrandirsi ingrassaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingranchirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingrandimento (ουσ αρσ )
ingrandire (ρ.αμτβ.)
ingrandire (ρ. μτβ.)
ingrandirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingranditore (ουσ αρσ )
ingranditore (επίθ.)
ingrassaggio (ουσ αρσ )
ingrassamento (ουσ αρσ )
ingrassare (ρ.αμτβ.)
ingrassare (ρ. μτβ.)
ingrassarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrassatore (ουσ αρσ )
ingrassatore (επίθ.)
ingrassatura (θηλ.ουσ)
ingrasso (ουσ αρσ )
ingraticciare (ρ. μτβ.)
ingraticciata (θηλ.ουσ)
ingraticolare (ρ. μτβ.)
ingratitudine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---