Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingrassatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ingrassaˈtore] 1 γρασαδόρος 2 γρασαδόρος πιέσεως 3 λαδάς (μηχανικός) πλοίου ingrassatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ingrassaˈtore] 1 σίτευση 2 πάχυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |