Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingrassatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ingrassaˈtura] 1 γρασάρισμα 2 λίπανση 3 επάλειψη 4 πάχυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |