Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈgrɛsso]

1 (porta) η είσοδος
2 (atrio) το χωλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingressivo ingrinzire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ingresso [αρσ.] libero = η ελεύθερη είσοδος || vietato l'ingresso = απαγορεύεται η είσοδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingravidare (ρ. μτβ.)
ingravidarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingraziarsi (ρ. μ. μτβ.)
ingrediente (ουσ αρσ )
ingressivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingresso (ουσ αρσ )
ingrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrognare (ρ.αμτβ.)
ingrognato (επίθ.)
ingrommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrommarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingroppare (ρ. μτβ.)
ingrossamento (ουσ αρσ )
ingrossare (ρ.αμτβ.)
ingrossare (ρ. μτβ.)
ingrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrossatura (θηλ.ουσ)
ingrosso (ουσ αρσ )
ingrottare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---