Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingròsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈgrɔsso] η έκφραση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαall'ingrosso = χοντρικά, χοντρικώς || vendita [θηλ.] all'ingrosso = η χονδρική πώληση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |