Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingruppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingrupˈpare]

1 σχηματίζω ομάδα
2 κατατάσσω σε ομάδες
3 ομαδοποιώ

ingrupparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingrupˈparsi]

σχηματίζω ομάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingrullire inguadabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrugnatura (θηλ.ουσ)
ingrugnire (ρ.αμτβ.)
ingrugnito (επίθ.)
ingrullire (ρ.αμτβ.)
ingrullire (ρ. μτβ.)
ingruppare (ρ. μτβ.)
ingrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inguadabile (επίθ.)
inguaiare (ρ. μτβ.)
inguaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguainare (ρ. μτβ.)
ingualcibile (επίθ.)
ingualdrappare (ρ. μτβ.)
inguantare (ρ. μτβ.)
inguantarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguantato (επίθ.)
inguaribile (επίθ.)
inguinale (επίθ.)
inguine (ουσ αρσ )
ingurgitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---