Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingurgitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingurʤiˈtare]

1 πίνω μονορούφι
2 κατεβάζω στο στομάχι
3 χάφτω
4 καταπίνω
5 καταβροχθίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inguine inibire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inguantarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguantato (επίθ.)
inguaribile (επίθ.)
inguinale (επίθ.)
inguine (ουσ αρσ )
ingurgitare (ρ. μτβ.)
inibire (ρ. μτβ.)
inibito (επίθ.)
inibitore (ουσ αρσ )
inibitore (επίθ.)
inibitorio (επίθ.)
inibizione (θηλ.ουσ)
inidoneità (θηλ.ουσ)
inidoneo (επίθ.)
iniettabile (επίθ.)
iniettare (ρ. μτβ.)
iniettore (ουσ αρσ )
iniezione (θηλ.ουσ)
inimicare (ρ. μτβ.)
inimicarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---