Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiniettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [injetˈtore] 1 σύριγγα ένεσης 2 σύστημα έγχυσης 3 αυτός που κάνει την ένεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |