Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inintelligibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inintelliʤibiliˈta]

1 ανικανότητα κατανόησης
2 αδυναμία αντίληψης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inintelligibile inintelligibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inimitabile (επίθ.)
inimitabilmente (επίρ.)
inimmaginabile (επίθ.)
ininfiammabile (επίθ.)
inintelligibile (επίθ.)
inintelligibilità (θηλ.ουσ)
inintelligibilmente (επίρ.)
inintermediari (επίρ.)
ininterrottamente (επίρ.)
ininterrotto (επίθ.)
iniquità (θηλ.ουσ)
iniquo (ουσ αρσ )
iniquo (επίθ.)
iniziale (θηλ.ουσ)
iniziale (επίθ.)
inizialmente (επίρ.)
iniziamento (ουσ αρσ )
iniziare (ρ.αμτβ.)
iniziare (ρ. μτβ.)
iniziarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---