Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inìquo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈnikwo]

άδικος άνθρωπος

inìquo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iˈnikwo]

1 άνισος
2 άδικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iniquità iniziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inintelligibilmente (επίρ.)
inintermediari (επίρ.)
ininterrottamente (επίρ.)
ininterrotto (επίθ.)
iniquità (θηλ.ουσ)
iniquo (ουσ αρσ )
iniquo (επίθ.)
iniziale (θηλ.ουσ)
iniziale (επίθ.)
inizialmente (επίρ.)
iniziamento (ουσ αρσ )
iniziare (ρ.αμτβ.)
iniziare (ρ. μτβ.)
iniziarsi (ρ.μ. (αντων.))
iniziatico (επίθ.)
iniziativa (θηλ.ουσ)
iniziativo (επίθ.)
iniziato (αρσ. επίθ και ουσ)
iniziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
iniziazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---