Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόininterrótto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ininterˈrotto] 1 ο χωρίς διακοπή ή ενδιάμεσες στάσεις 2 συνεχής 3 αδιάκοπος 4 ακατάπαυστος 5 αδιάλειπτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |