Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iniziatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inittsjaˈtore]

1 υποστηρικτής
2 κατηχητής
3 συνήγορος
4 μύστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iniziato iniziazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iniziarsi (ρ.μ. (αντων.))
iniziatico (επίθ.)
iniziativa (θηλ.ουσ)
iniziativo (επίθ.)
iniziato (αρσ. επίθ και ουσ)
iniziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
iniziazione (θηλ.ουσ)
inizio (ουσ αρσ )
innacquare (ρ. μτβ.)
innaffiamento (ουσ αρσ )
innaffiare (ρ. μτβ.)
innaffiatoio (ουσ αρσ )
innaffiatrice (θηλ.ουσ)
innalzamento (ουσ αρσ )
innalzare (ρ. μτβ.)
innamoramento (ουσ αρσ )
innamorare (ρ. μτβ.)
innamorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
innamorata (θηλ.ουσ)
innamorato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---