Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innalzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [innaltsaˈmento]

1 σήκωμα
2 ανύψωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innaffiatrice innalzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innacquare (ρ. μτβ.)
innaffiamento (ουσ αρσ )
innaffiare (ρ. μτβ.)
innaffiatoio (ουσ αρσ )
innaffiatrice (θηλ.ουσ)
innalzamento (ουσ αρσ )
innalzare (ρ. μτβ.)
innamoramento (ουσ αρσ )
innamorare (ρ. μτβ.)
innamorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
innamorata (θηλ.ουσ)
innamorato (ουσ αρσ )
innamorato (επίθ.)
innanzi (επίθ.)
innanzi (πρόθ.)
innanzi (επίρ.)
innanzitutto (επίρ.)
innario (ουσ αρσ )
innaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---