innaffiatrìce
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [innaffjaˈtriʧe]
1 καταιονητήρ
2 συσκευή ψεκασμού κήπων ή δρόμων
3 ψεκαστήρας
4 ραντιστήρι
5 καταβρεχτήρας
6 καταβρεχτήρι
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [innaffjaˈtriʧe]
1 καταιονητήρ
2 συσκευή ψεκασμού κήπων ή δρόμων
3 ψεκαστήρας
4 ραντιστήρι
5 καταβρεχτήρας
6 καταβρεχτήρι
permalink
innaffiatrice (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android