Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinnamoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [innamoˈrare] 1 κάνω κάποιον να ερωτευτεί 2 γοητεύω 3 σαγηνεύω 4 θέλγω innamoràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [innamoˈrarsi] ερωτεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |