Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innaturàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [innatuˈrale]

1 αφύσικος
2 παρά φύση
3 υπερφυσικός
4 μη φυσικός
5 αντίθετος προς τη φύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innato innavigabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innanzi (επίρ.)
innanzitutto (επίρ.)
innario (ουσ αρσ )
innaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innato (επίθ.)
innaturale (επίθ.)
innavigabile (επίθ.)
innavigabilità (θηλ.ουσ)
innegabile (επίθ.)
inneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innervazione (θηλ.ουσ)
innervosire (ρ. μτβ.)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.))
innescamento (ουσ αρσ )
innescare (ρ. μτβ.)
innesco (ουσ αρσ )
innestare (ρ. μτβ.)
innestarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---