Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inneggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [innedˈʤare]

1 εξυμνώ
2 εγκωμιάζω
3 δοξάζω
4 επαινώ
5 ψάλλω ύμνους
6 παινώ
7 παινεύω
8 υπερυψώνω
9 υμνώ
10 μεγαλύνω
11 εκθειάζω
12 υμνολογώ
13 αποθεώνω
14 ευλογώ
15 ανυμνώ
16 εξαίρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innegabile inneggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innato (επίθ.)
innaturale (επίθ.)
innavigabile (επίθ.)
innavigabilità (θηλ.ουσ)
innegabile (επίθ.)
inneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innervazione (θηλ.ουσ)
innervosire (ρ. μτβ.)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.))
innescamento (ουσ αρσ )
innescare (ρ. μτβ.)
innesco (ουσ αρσ )
innestare (ρ. μτβ.)
innestarsi (ρ.μ. (αντων.))
innestatoio (ουσ αρσ )
innestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innestatura (θηλ.ουσ)
innesto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---