Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inneggiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [innedʤaˈtore]

1 Vεξυμνητής
2 υμνητής
3 πανηγυριστής
4 εγκωμιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inneggiare innervare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innaturale (επίθ.)
innavigabile (επίθ.)
innavigabilità (θηλ.ουσ)
innegabile (επίθ.)
inneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innervazione (θηλ.ουσ)
innervosire (ρ. μτβ.)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.))
innescamento (ουσ αρσ )
innescare (ρ. μτβ.)
innesco (ουσ αρσ )
innestare (ρ. μτβ.)
innestarsi (ρ.μ. (αντων.))
innestatoio (ουσ αρσ )
innestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innestatura (θηλ.ουσ)
innesto (ουσ αρσ )
innevamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---