Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinnescàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [innesˈkare] 1 γεμίζω (όπλο-αντλία κλπ) 2 δολώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |