Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinnescaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inneskaˈmento] 1 εκρηκτικό γεμίσματος (όπλου κλπ) 2 γόμωση 3 έναυσμα 4 παγίδευση με δόλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |