Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innésco, innèsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈnesko], [inˈnɛsko]

διάταξη γεμίσματος με εκρηκτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innescare innestare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innervazione (θηλ.ουσ)
innervosire (ρ. μτβ.)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.))
innescamento (ουσ αρσ )
innescare (ρ. μτβ.)
innesco (ουσ αρσ )
innestare (ρ. μτβ.)
innestarsi (ρ.μ. (αντων.))
innestatoio (ουσ αρσ )
innestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innestatura (θηλ.ουσ)
innesto (ουσ αρσ )
innevamento (ουσ αρσ )
innevato (επίθ.)
inno (ουσ αρσ )
innocente (ουσ αρσ και θηλ.)
innocente (επίθ.)
innocentismo (ουσ αρσ )
innocentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
innocenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---