Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinnocènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [innoˈʧɛnte] αθώος (σε δικαστήριο) innocènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [innoˈʧɛnte] αθώος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |