Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innocuità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [innokuiˈta]

ιδιότητα του ακίνδυνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Innocenzo innocuo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innocente (επίθ.)
innocentismo (ουσ αρσ )
innocentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
innocenza (θηλ.ουσ)
Innocenzo (κύρ.όν. αρσ.)
innocuità (θηλ.ουσ)
innocuo (επίθ.)
innodia (θηλ.ουσ)
innografia (θηλ.ουσ)
innografo (ουσ αρσ )
innologia (θηλ.ουσ)
innologo (ουσ αρσ )
innominabile (επίθ.)
innominato (αρσ. επίθ και ουσ)
innovamento (ουσ αρσ )
innovare (ρ. μτβ.)
innovatore (ουσ αρσ )
innovatore (επίθ.)
innovazione (θηλ.ουσ)
innumerabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---