Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innumeràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [innumeˈrabile]

1 απροσμέτρητος
2 απειράριθμος
3 αναρίθμητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innovazione innumerabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innovamento (ουσ αρσ )
innovare (ρ. μτβ.)
innovatore (ουσ αρσ )
innovatore (επίθ.)
innovazione (θηλ.ουσ)
innumerabile (επίθ.)
innumerabilità (θηλ.ουσ)
innumere (επίθ.)
innumerevole (επίθ.)
inoccultabile (επίθ.)
inoccupazione (θηλ.ουσ)
inoculabile (επίθ.)
inoculabilità (θηλ.ουσ)
inoculare (ρ. μτβ.)
inoculazione (θηλ.ουσ)
inodore (επίθ.)
inodoro (επίθ.)
inoffensivo (επίθ.)
inofficioso (επίθ.)
inoltrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---