Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inoculabilità
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inokulabiliˈta]

ιδιότητα αυτού που μπορεί να εμβολιαστεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inoculabile inoculare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innumere (επίθ.)
innumerevole (επίθ.)
inoccultabile (επίθ.)
inoccupazione (θηλ.ουσ)
inoculabile (επίθ.)
inoculabilità (θηλ.ουσ)
inoculare (ρ. μτβ.)
inoculazione (θηλ.ουσ)
inodore (επίθ.)
inodoro (επίθ.)
inoffensivo (επίθ.)
inofficioso (επίθ.)
inoltrare (ρ. μτβ.)
inoltrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inoltrato (επίθ.)
inoltre (επίρ.)
inoltro (ουσ αρσ )
inombrare (ρ. μτβ.)
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inondato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---