Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innumerévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [innumeˈrevole]

1 απειράριθμος
2 αμέτρητος
3 απροσμέτρητος
4 αρίφνητος
5 απροσμέτρητος
6 αναρίθμητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innumere inoccultabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innovatore (επίθ.)
innovazione (θηλ.ουσ)
innumerabile (επίθ.)
innumerabilità (θηλ.ουσ)
innumere (επίθ.)
innumerevole (επίθ.)
inoccultabile (επίθ.)
inoccupazione (θηλ.ουσ)
inoculabile (επίθ.)
inoculabilità (θηλ.ουσ)
inoculare (ρ. μτβ.)
inoculazione (θηλ.ουσ)
inodore (επίθ.)
inodoro (επίθ.)
inoffensivo (επίθ.)
inofficioso (επίθ.)
inoltrare (ρ. μτβ.)
inoltrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inoltrato (επίθ.)
inoltre (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---