Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinoculazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inokulatˈtsjone] 1 μπόλιασμα 2 εμβολιασμός 3 μεταμόσχευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |