Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inonoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inonoˈrato]

μη τιμημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inondazione inoperabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inoltro (ουσ αρσ )
inombrare (ρ. μτβ.)
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inondato (αρσ. επίθ και ουσ)
inondazione (θηλ.ουσ)
inonorato (επίθ.)
inoperabile (επίθ.)
inoperante (επίθ.)
inoperosità (θηλ.ουσ)
inoperoso (επίθ.)
inopia (θηλ.ουσ)
inopinabile (επίθ.)
inopinato (επίθ.)
inopportunità (θηλ.ουσ)
inopportuno (επίθ.)
inoppugnabile (επίθ.)
inoppugnabilità (θηλ.ουσ)
inorganicità (θηλ.ουσ)
inorganico (επίθ.)
inorgoglire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---