Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinoperosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inoperosiˈta] 1 αδράνεια 2 βλάβη 3 σταμάτημα 4 αργία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |