Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inoperàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inopeˈrabile]

1 χαλασμένος
2 ακατάλληλος για εγχείρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inonorato inoperante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inombrare (ρ. μτβ.)
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inondato (αρσ. επίθ και ουσ)
inondazione (θηλ.ουσ)
inonorato (επίθ.)
inoperabile (επίθ.)
inoperante (επίθ.)
inoperosità (θηλ.ουσ)
inoperoso (επίθ.)
inopia (θηλ.ουσ)
inopinabile (επίθ.)
inopinato (επίθ.)
inopportunità (θηλ.ουσ)
inopportuno (επίθ.)
inoppugnabile (επίθ.)
inoppugnabilità (θηλ.ουσ)
inorganicità (θηλ.ουσ)
inorganico (επίθ.)
inorgoglire (ρ.αμτβ.)
inorgoglire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---