Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinorgoglìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎire] 1 καμαρώνω 2 επαίρομαι 3 υπερηφανεύομαι inorgoglìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎire] κάνω περήφανο inorgoglirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎirsi] 1 επαίρομαι 2 υπερηφανεύομαι 3 καμαρώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |