Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inorgoglìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎire]

1 καμαρώνω
2 επαίρομαι
3 υπερηφανεύομαι

inorgoglìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎire]

κάνω περήφανο

inorgoglirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎirsi]

1 επαίρομαι
2 υπερηφανεύομαι
3 καμαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inorganico inorgoglito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inopportuno (επίθ.)
inoppugnabile (επίθ.)
inoppugnabilità (θηλ.ουσ)
inorganicità (θηλ.ουσ)
inorganico (επίθ.)
inorgoglire (ρ.αμτβ.)
inorgoglire (ρ. μτβ.)
inorgoglirsi (ρ.μ. (αντων.))
inorgoglito (επίθ.)
inorpellare (ρ. μτβ.)
inorridire (ρ.αμτβ.)
inorridire (ρ. μτβ.)
inosabile (επίθ.)
inospitale (επίθ.)
inospitalità (θηλ.ουσ)
inospite (επίθ.)
inosservabile (επίθ.)
inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---