Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inorpellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inorpelˈlare]

διακοσμώ με πούλιες και στρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inorgoglito inorridire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inorganico (επίθ.)
inorgoglire (ρ.αμτβ.)
inorgoglire (ρ. μτβ.)
inorgoglirsi (ρ.μ. (αντων.))
inorgoglito (επίθ.)
inorpellare (ρ. μτβ.)
inorridire (ρ.αμτβ.)
inorridire (ρ. μτβ.)
inosabile (επίθ.)
inospitale (επίθ.)
inospitalità (θηλ.ουσ)
inospite (επίθ.)
inosservabile (επίθ.)
inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)
inossidabile (επίθ.)
inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)
inottusire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---