Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinossidàbile
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inossiˈdabile] ανοξείδωτος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαacciaio [αρσ.] inossidabile = το ανοξείδωτο ατσάλι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |