Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inottàvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inotˈtavo]

1 μεγέθους ογδόου
2 όγδοο σελίδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inossidabile inottusire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inosservabile (επίθ.)
inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)
inossidabile (επίθ.)
inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)
inottusire (ρ. μτβ.)
inquadramento (ουσ αρσ )
inquadrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)
in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)
inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---