Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inottusìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inottuˈzire]

1 γίνομαι μουντός
2 θαμπώνω

inottusìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inottuˈzire]

1 κάνω μουντό κάτι
2 θαμπώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inottavo inquadramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)
inossidabile (επίθ.)
inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)
inottusire (ρ. μτβ.)
inquadramento (ουσ αρσ )
inquadrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)
in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)
inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---