Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquantoché  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [in,kwantoˈke]

1 καθότι
2 καθό
3 καθόσον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  in quanto inquartare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquadrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)
in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)
inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)
inquietarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquieto (επίθ.)
inquietudine (θηλ.ουσ)
inquilino (ουσ αρσ )
inquinamento (ουσ αρσ )
inquinante (αρσ. επίθ και ουσ)
inquinare (ρ. μτβ.)
inquinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---