Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquietùdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkwjeˈtudine]

1 σκοτούρα
2 αγωνία
3 ανησυχία
4 αδημονία
5 ταραχή
6 ανυπομονησία
7 νευρικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquieto inquilino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)
inquietarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquieto (επίθ.)
inquietudine (θηλ.ουσ)
inquilino (ουσ αρσ )
inquinamento (ουσ αρσ )
inquinante (αρσ. επίθ και ουσ)
inquinare (ρ. μτβ.)
inquinato (επίθ.)
inquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
inquirente (επίθ.)
inquisire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inquisitivo (επίθ.)
inquisitore (ουσ αρσ )
inquisitore (επίθ.)
inquisitorio (επίθ.)
inquisizione (θηλ.ουσ)
insabbiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---