Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insabbiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insabbjaˈmento]

1 κάλυψη με κατακάθια λάσπης
2 τοποθέτηση σε θυρίδα αρχειοθήκης
3 κλείσιμο υπόθεσης
4 κάλυψη με άμμο
5 εναπόθεση ιλύος ποταμού
6 τοποθέτηση στα ράφια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquisizione insabbiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquisitivo (επίθ.)
inquisitore (ουσ αρσ )
inquisitore (επίθ.)
inquisitorio (επίθ.)
inquisizione (θηλ.ουσ)
insabbiamento (ουσ αρσ )
insabbiare (ρ. μτβ.)
insabbiarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccamento (ουσ αρσ )
insaccare (ρ. μτβ.)
insaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccata (θηλ.ουσ)
insaccati (ουσ αρσ πληθ.)
insaccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)
insalatiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---