Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsaccàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insakˈkata] 1 χτύπημα 2 σύγκρουση 3 πρόσκρουση 4 ξαφνικό δυσάρεστο γεγονός 5 τίναγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |