Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insalatièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insalaˈtjɛra]

η σαλατιέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insalata insaldare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)
insalatiera (θηλ.ουσ)
insaldare (ρ. μτβ.)
insaldatura (θηλ.ουσ)
insalivare (ρ. μτβ.)
insalivazione (θηλ.ουσ)
insalubre (επίθ.)
insalubrità (θηλ.ουσ)
insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)
insanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insanguinarsi (ρ.μ. (αντων.))
insanguinato (επίθ.)
insania (θηλ.ουσ)
insanire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---