Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insacchettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insakketˈtare]

1 σακιάζω σε μικρά σακιά ή σακούλες
2 τοποθετώ σε τσάντα ή σακούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insaccatura insacchettatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaccata (θηλ.ουσ)
insaccati (ουσ αρσ πληθ.)
insaccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)
insalatiera (θηλ.ουσ)
insaldare (ρ. μτβ.)
insaldatura (θηλ.ουσ)
insalivare (ρ. μτβ.)
insalivazione (θηλ.ουσ)
insalubre (επίθ.)
insalubrità (θηλ.ουσ)
insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)
insanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insanguinarsi (ρ.μ. (αντων.))
insanguinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---