Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insalùbre, insàlubre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insaˈlubre], [inˈsalubre]

1 νοσώδης
2 νοσογόνος
3 νοσηρός
4 ανθυγιεινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insalivazione insalubrità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insalatiera (θηλ.ουσ)
insaldare (ρ. μτβ.)
insaldatura (θηλ.ουσ)
insalivare (ρ. μτβ.)
insalivazione (θηλ.ουσ)
insalubre (επίθ.)
insalubrità (θηλ.ουσ)
insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)
insanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insanguinarsi (ρ.μ. (αντων.))
insanguinato (επίθ.)
insania (θηλ.ουσ)
insanire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insano (επίθ.)
insaponare (ρ. μτβ.)
insaponata (θηλ.ουσ)
insaponatrice (θηλ.ουσ)
insaponatura (θηλ.ουσ)
insaponificabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---